βομβυκοτροφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βομβυκοτροφικός < βομβυκοτρόφος
Επίθετο[επεξεργασία]
βομβυκοτροφικός
- που αναφέρεται στη βομβυκοτροφία
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βομβυκοτροφικός
|