βομβύκιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βομβύκιο | τα | βομβύκια |
γενική | του | βομβύκιου & βομβυκίου |
των | βομβύκιων & βομβυκίων |
αιτιατική | το | βομβύκιο | τα | βομβύκια |
κλητική | βομβύκιο | βομβύκια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βομβύκιο ουδέτερο
- Ο μεταξοσκώληκας πλέκει το βομβύκιό του.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βομβύκιο
|