βορά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βορά | οι | βορές |
γενική | της | βοράς | των | βορών |
αιτιατική | τη | βορά | τις | βορές |
κλητική | βορά | βορές | ||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βορά < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βορά
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /voˈɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βο‐ρά
- ομόηχο: βορρά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βορά θηλυκό
- η τροφή σαρκοφάγων ζώων
- (μεταφορικά) το αντικείμενο εκμετάλλευσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- βορά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | βορᾱ́ | αἱ | βοραί |
γενική | τῆς | βορᾶς | τῶν | βορῶν |
δοτική | τῇ | βορᾷ | ταῖς | βοραῖς |
αιτιατική | τὴν | βορᾱ́ν | τὰς | βορᾱ́ς |
κλητική ὦ! | βορᾱ́ | βοραί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βορᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βοραῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βορά < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷer- (=καταβροχθίζω, καταπίνω)· συγγενές με το βιβρώσκω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βορά θηλυκό
- τροφή, κρέας
- ※ τῆς δ᾽ ἐφ᾽ ἡμέραν βορᾶς | ἐς σμικρὸν ἥκει· πᾶς γὰρ ἐμπλησθεὶς ἀνὴρ | ὁ πλούσιός τε χὠ πένης ἴσον φέρει. Ευριπίδης Ηλέκτρα, στ. 430, 413 π.Χ.
- Για το φαγί της κάθε μέρας είναι | το έξοδο μικρό· γιατί ο καθένας, | και πλούσιος και φτωχός, άμα χορτάσει, | την ίδιαν ευχαρίστηση θα νιώθει.
- (Τάσος Ρούσσος, Ευριπίδης, «Ηλέκτρα», Ακαδημία Αθηνών, 1988)
- ※ τῆς δ᾽ ἐφ᾽ ἡμέραν βορᾶς | ἐς σμικρὸν ἥκει· πᾶς γὰρ ἐμπλησθεὶς ἀνὴρ | ὁ πλούσιός τε χὠ πένης ἴσον φέρει. Ευριπίδης Ηλέκτρα, στ. 430, 413 π.Χ.
Πηγές[επεξεργασία]
- βορά - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βορά - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' χωρίς κατάληξη '-ιά' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'στρατιά' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'στρατιά' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)