βορβοροφάγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βορβοροφάγος | η | βορβοροφάγα | το | βορβοροφάγο |
γενική | του | βορβοροφάγου | της | βορβοροφάγας | του | βορβοροφάγου |
αιτιατική | τον | βορβοροφάγο | τη | βορβοροφάγα | το | βορβοροφάγο |
κλητική | βορβοροφάγε | βορβοροφάγα | βορβοροφάγο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βορβοροφάγοι | οι | βορβοροφάγες | τα | βορβοροφάγα |
γενική | των | βορβοροφάγων | των | βορβοροφάγων | των | βορβοροφάγων |
αιτιατική | τους | βορβοροφάγους | τις | βορβοροφάγες | τα | βορβοροφάγα |
κλητική | βορβοροφάγοι | βορβοροφάγες | βορβοροφάγα | |||
Το θηλυκό σχηματίζει και λόγιους τύπους όμοιους με το αρσενικό. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
βορβοροφάγος< μεσαιωνική ελληνική βορβοροφάγος < αρχαία ελληνική βόρβορος + -φάγος
Επίθετο[επεξεργασία]
βορβοροφάγος, -α, -ο
- (σπάνιο) που τρέφεται με βόρβορο, λάσπη, βούρκο
- (ουσιαστικοποιημένο) βορβοροφάγος (θηλυκό) (σπάνιο) η βυθοκόρος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- βορβοροφαγία
- → δείτε τις λέξεις βόρβορος και τρώω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βορβοροφάγος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)