βορειοηπειρωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βορειοηπειρωτικός < βόρειος + ηπειρωτικός
Επίθετο[επεξεργασία]
βορειοηπειρωτικός, -ή, -ό
- σχετικός με τη Βόρειο Ήπειρο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βορειοηπειρωτικός
|