βορειοκορεατικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βορειοκορεατικός < Βόρεια Κορέα + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
βορειοκορεατικός
- ο σχετικός με τη Βόρεια Κορέα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βορειοκορεατικός
|