βορειοκορεατικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βορειοκορεατικός η βορειοκορεατική το βορειοκορεατικό
      γενική του βορειοκορεατικού της βορειοκορεατικής του βορειοκορεατικού
    αιτιατική τον βορειοκορεατικό τη βορειοκορεατική το βορειοκορεατικό
     κλητική βορειοκορεατικέ βορειοκορεατική βορειοκορεατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βορειοκορεατικοί οι βορειοκορεατικές τα βορειοκορεατικά
      γενική των βορειοκορεατικών των βορειοκορεατικών των βορειοκορεατικών
    αιτιατική τους βορειοκορεατικούς τις βορειοκορεατικές τα βορειοκορεατικά
     κλητική βορειοκορεατικοί βορειοκορεατικές βορειοκορεατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βορειοκορεατικός < Βόρεια Κορέα + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

βορειοκορεατικός

  • ο σχετικός με τη Βόρεια Κορέα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]