βορειοκορεατικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βορειοκορεατικός < Βόρεια Κορέα + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]βορειοκορεατικός
- ο σχετικός με τη Βόρεια Κορέα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βορειοκορεατικός
|