βοριάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βοριάς οι βοριάδες
      γενική του βοριά των βοριάδων
    αιτιατική τον βοριά τους βοριάδες
     κλητική βοριά βοριάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βοριάς < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βοριάς < αρχαία ελληνική βορέας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βοριάς αρσενικό

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Άνεμοι:

Μεταφράσεις[επεξεργασία]