βοσκήσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
βοσκήσιμος, -η, -ο
- (λόγιο) που μπορεί να βοσκηθεί ή είναι κατάλληλος για βόσκηση
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη βόσκω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βοσκήσιμος