βοσκοί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
βοσκοί αρσενικό
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του βοσκός