βοσκώ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βοσκώ < μεσαιωνική ελληνική βοσκώ < αρχαία ελληνική βόσκω
Ρήμα
[επεξεργασία]βοσκώ
- άλλη μορφή του βόσκω
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βοσκάω - βοσκώ | βοσκούσα - βόσκαγα | θα βοσκάω - βοσκώ | να βοσκάω - βοσκώ | βοσκώντας | |
β' ενικ. | βοσκάς | βοσκούσες - βόσκαγες | θα βοσκάς | να βοσκάς | βόσκα - βόσκαγε | |
γ' ενικ. | βοσκάει - βοσκά | βοσκούσε - βόσκαγε | θα βοσκάει - βοσκά | να βοσκάει - βοσκά | ||
α' πληθ. | βοσκάμε - βοσκούμε | βοσκούσαμε - βοσκάγαμε | θα βοσκάμε - βοσκούμε | να βοσκάμε - βοσκούμε | ||
β' πληθ. | βοσκάτε | βοσκούσατε - βοσκάγατε | θα βοσκάτε | να βοσκάτε | βοσκάτε | |
γ' πληθ. | βοσκάν(ε) - βοσκούν(ε) | βοσκούσαν(ε) - βόσκαγαν - βοσκάγανε | θα βοσκάν(ε) - βοσκούν(ε) | να βοσκάν(ε) - βοσκούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βόσκησα | θα βοσκήσω | να βοσκήσω | βοσκήσει | ||
β' ενικ. | βόσκησες | θα βοσκήσεις | να βοσκήσεις | βόσκα - βόσκησε | ||
γ' ενικ. | βόσκησε | θα βοσκήσει | να βοσκήσει | |||
α' πληθ. | βοσκήσαμε | θα βοσκήσουμε | να βοσκήσουμε | |||
β' πληθ. | βοσκήσατε | θα βοσκήσετε | να βοσκήσετε | βοσκήστε | ||
γ' πληθ. | βόσκησαν βοσκήσαν(ε) |
θα βοσκήσουν(ε) | να βοσκήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βοσκήσει | είχα βοσκήσει | θα έχω βοσκήσει | να έχω βοσκήσει | ||
β' ενικ. | έχεις βοσκήσει | είχες βοσκήσει | θα έχεις βοσκήσει | να έχεις βοσκήσει | ||
γ' ενικ. | έχει βοσκήσει | είχε βοσκήσει | θα έχει βοσκήσει | να έχει βοσκήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βοσκήσει | είχαμε βοσκήσει | θα έχουμε βοσκήσει | να έχουμε βοσκήσει | ||
β' πληθ. | έχετε βοσκήσει | είχατε βοσκήσει | θα έχετε βοσκήσει | να έχετε βοσκήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν βοσκήσει | είχαν βοσκήσει | θα έχουν βοσκήσει | να έχουν βοσκήσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βοσκώ
→ δείτε τη λέξη βόσκω |