βοσκώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βοσκώ < μεσαιωνική ελληνική βοσκώ < αρχαία ελληνική βόσκω

Ρήμα[επεξεργασία]

βοσκώ

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]