βοστρυχώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βοστρυχώδης < ελληνιστική κοινή βοστρυχώδης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vo.stɾiˈxo.ðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βο‐στρυ‐χώ‐δης
Επίθετο[επεξεργασία]
βοστρυχώδης
- που μοιάζει με βόστρυχο
- που σχηματίζει βοστρύχους
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη βόστρυχος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βοστρυχώδης