βοτάνισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /voˈta.ni.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βο‐τά‐νι‐σμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βοτάνισμα ουδέτερο
- η διαδικασία του βοτανίζω, η αφαίρεση και το καθάρισμα των αγριόχορτων και των ζιζανίων από έκταση που καλλιεργείται ή πρόκειται να καλλιεργηθεί
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βοτάνισμα
|