βοτήρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
βοτηρ-
ονομαστική βοτήρ οἱ βοτῆρες
      γενική τοῦ βοτῆρος τῶν βοτήρων
      δοτική τῷ βοτῆρ τοῖς βοτῆρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν βοτῆρ τοὺς βοτῆρᾰς
     κλητική ! βοτήρ βοτῆρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βοτῆρε
γεν-δοτ τοῖν  βοτήροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βοτήρ < βόσκω λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βοτήρ αρσενικό (θηλυκό βότειρα)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]