βοτίλια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βοτίλια < (λόγιο δάνειο) ιταλική bottiglia ή λόγια επίδραση στην προφορά του μποτίλια (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /voˈti.li.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βο‐τί‐λι‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βοτίλια θηλυκό
- (καθαρεύουσα) η μποτίλια
- Ἐν τῷ μεταξὺ δύο μοσχομάγκαι τοῦ δρόμου, ὁ Μιχάλης, ὁ υἱὸς τῆς Πεπεροῦς, δωδεκαετής, καὶ ὁ Ἀλέξης, ὁ κληρονόμος τῆς Βγενιῶς τῆς Ἀλαφίνας, δεκαετής, εἰσῆλθον σιγὰ-σιγά, ξυπόλυτοι, εἰς τὸ καπηλεῖον, καὶ ὁ μὲν Ἀλέξης ἐφύλαγε καραούλι εἰς τὴν θύραν, ὁ δὲ Μιχάλης ἔλαβε τὴν βοτίλιαν τῆς μαστίχας ἀπὸ τὸ τεζάχι, καὶ ἤρχισε νὰ πίνῃ ἡδονικῶς εἰς μεγάλας δόσεις. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Βαρδιάνος στα σπόρκα)