βοτανολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βοτανολογικός < βοτανολόγος / βοτανολογία + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
βοτανολογικός
- που έχει σχέση με την βοτανολογία ή τον βοτανολόγο ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις βοτανολόγος, βότανο και λέγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βοτανολογικός
|