βοτρυώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βοτρυώδης < αρχαία ελληνική βοτρυώδης / βοτρυοειδής < βότρυς
Επίθετο[επεξεργασία]
βοτρυώδης
- (λόγιο) άλλη μορφή του βοτρυοειδής: που μοιάζει με βότρυ ή που είναι γεμάτος βότρυς
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη βότρυς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βοτρυώδης
|