βοτσαλάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βοτσαλάκι | τα | βοτσαλάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | βοτσαλάκι | τα | βοτσαλάκια |
κλητική | βοτσαλάκι | βοτσαλάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βοτσαλάκι < βότσαλ(ο) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βοτσαλάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του βότσαλο, μικρό βότσαλο (συνήθως παραλίας)
- ※ Ο λάκκος είχε καλυφθεί με ένα παχύ στρώμα ψιλής άμμου και αυτό με τη σειρά του με μία λεπτή στρώση από ψιλή άμμο, βοτσαλάκια και χαλίκια (Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, 2008, σελ. 16)
- ※ τραγούδι «Τα καβουράκια», 1995. Μουσική, στίχοι: Βασίλης Τσιτσάνης
Στου γιαλού τα βοτσαλάκια / κάθονται δυο καβουράκια / έρμα παραπονεμένα / κι όλο κλαίνε τα καημένα
Κι η μαμά τους η κυρία καβουρίνα / πάει τσάρκα με το σπάρο στη Ραφήνα / κι όλο κλαίνε τα καβουράκια / στου γιαλού τα βοτσαλάκια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βοτσαλάκι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Υποκοριστικά ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα στίχους τραγουδιών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)