βουβά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βουβά < βουβός

Επίρρημα[επεξεργασία]

βουβά

  • με βουβό τρόπο, χωρίς λόγια, χωρίς ήχο
    το πλήθος παρακολουθούσε βουβά το θέαμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

βουβά