βουβάλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βουβάλα | οι | βουβάλες |
γενική | της | βουβάλας | των | βουβαλών |
αιτιατική | τη | βουβάλα | τις | βουβάλες |
κλητική | βουβάλα | βουβάλες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη βουβάλι
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βουβάλα θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) το θηλυκό βουβάλι
- (μεταφορικά, μειωτικό) γυναίκα παχύσαρκη και δυσκίνητη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βουβάλα
→ δείτε τη λέξη βουβάλι |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θηλαστικά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)