βουβουζέλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βουβουζέλα οι βουβουζέλες
      γενική της βουβουζέλας των βουβουζέλων
    αιτιατική τη βουβουζέλα τις βουβουζέλες
     κλητική βουβουζέλα βουβουζέλες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
θεατές με βουβουζέλες σε αγώνα του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου 2010 στη Νότια Αφρική

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βουβουζέλα < αγγλική vuvuzela < ζουλού vuvuzela (κάνω ένα θόρυβο "βου-βου)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βουβουζέλα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]