βουδιστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βουδιστικός η βουδιστική το βουδιστικό
      γενική του βουδιστικού της βουδιστικής του βουδιστικού
    αιτιατική τον βουδιστικό τη βουδιστική το βουδιστικό
     κλητική βουδιστικέ βουδιστική βουδιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βουδιστικοί οι βουδιστικές τα βουδιστικά
      γενική των βουδιστικών των βουδιστικών των βουδιστικών
    αιτιατική τους βουδιστικούς τις βουδιστικές τα βουδιστικά
     κλητική βουδιστικοί βουδιστικές βουδιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βουδιστικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

βουδιστικός -ή -ό

Σημειώσεις[επεξεργασία]

οι πιστοί προτιμούν την γραφή βουδδιστικός σε αντίθεση με την κοινή γραφή

Μεταφράσεις[επεξεργασία]