βουθυτέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βουθυτέω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

βουθυτέω

  1. σφάζω ή θυσιάζω βόδια
  2. θυσιάζω γενικότερα οποιοδήποτε ζώο

Συγγενικά[επεξεργασία]


Πηγές[επεξεργασία]