βουκολέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βουκολέω < βουκόλος
Ρήμα[επεξεργασία]
βουκολέω - βουκολῶ (συνηρημένο)
- βόσκω βόδια
βουκολέω - βουκολῶ (συνηρημένο)