βουλεβάρτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βουλεβάρτο ουδέτερο
- (παρωχημένο) (λόγιο) λεωφόρος
- Η ενότητα αυτή έχει ως στόχο να παρουσιάσει τις παρισινές οδούς που είναι γνωστές με το όνομα «βουλεβάρτα» μέσα από λογοτεχνικά κείμενα, εικόνες και οπτικοακουστικό υλικό, προκειμένου να αναδειχτούν ως ιδανικοί τόποι ελεύθερης περιπλάνησης και προνομιακό πεδίο του ανέμελου περιπατητή. (*)
- (λόγιο) είδος (ελαφριού) θεατρικού έργου
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ολλανδικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)