βουλευτή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

βουλευτή

  1. γενική ενικού του βουλευτής, αρσενικό
    άλλες μορφές: βουλευτού, αρσενικό ή θηλυκό
  2. αιτιατική ενικού του βουλευτής, αρσενικό ή θηλυκό
  3. κλητική ενικού του βουλευτής, αρσενικό ή θηλυκό
    άλλες μορφές: βουλευτά, αρσενικό ή θηλυκό