βουλευτεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βουλευτεία < ελληνιστική κοινή βουλευτεία. Συγχρονικά αναλύεται σε βουλευτ(ής) + -εία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vu.leˈfti.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βου‐λευ‐τεί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βουλευτεία θηλυκό (λόγιο, σπάνιο, πολιτική)
- η ιδιότητα του βουλευτή, το βουλευτιλίκι
- το χρονικό διάστημα που κάποιος διατελεί βουλευτής
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη βουλεύομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βουλευτεία
|
Πηγές[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- βουλευτεία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | βουλευτείᾱ | αἱ | βουλευτεῖαι | ||||
γενική | τῆς | βουλευτείᾱς | τῶν | βουλευτειῶν | ||||
δοτική | τῇ | βουλευτείᾳ | ταῖς | βουλευτείαις | ||||
αιτιατική | τὴν | βουλευτείᾱν | τὰς | βουλευτείᾱς | ||||
κλητική ὦ! | βουλευτείᾱ | βουλευτεῖαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βουλευτείᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | βουλευτείαιν | ||||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βουλευτεία < βουλευτ(ής) + -εία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βουλευτεία θηλυκό
- (πολιτική) η ιδιότητα μέλους ενός συμβουλίου ή μιας γερουσίας
Πηγές[επεξεργασία]
- βουλευτεία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -εία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'χώρα' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -εία (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Πολιτική (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)