βουλευτοκρατία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βουλευτοκρατία θηλυκό
- η υπέρμετρη παρέμβαση βουλευτών σε διοικητικές δραστηριότητες και αποφάσεις
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βουλευτοκρατία
|