βουλησιαρχικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βουλησιαρχικός < βουλησιαρχία + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
βουλησιαρχικός
- που έχει σχέση με την βουλησιαρχία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις βουλησιαρχία, βούληση και άρχω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βουλησιαρχικός
|