βουλητικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βουλητικός η βουλητική το βουλητικό
      γενική του βουλητικού της βουλητικής του βουλητικού
    αιτιατική τον βουλητικό τη βουλητική το βουλητικό
     κλητική βουλητικέ βουλητική βουλητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βουλητικοί οι βουλητικές τα βουλητικά
      γενική των βουλητικών των βουλητικών των βουλητικών
    αιτιατική τους βουλητικούς τις βουλητικές τα βουλητικά
     κλητική βουλητικοί βουλητικές βουλητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βουλητικός < (ελληνιστική κοινήβουλητικός

Επίθετο[επεξεργασία]

βουλητικός

  • που σχετίζεται με τη βούληση ή αναφέρεται σ' αυτή

Μεταφράσεις[επεξεργασία]