βουνί
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βουνί | τα | βουνιά |
| γενική | του | βουνιού | των | βουνιών |
| αιτιατική | το | βουνί | τα | βουνιά |
| κλητική | βουνί | βουνιά | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βουνί < βουνό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βουνί ουδέτερο
- το βουνό (δείτε αυτή τη λέξη)