βουνί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βουνί < βουνό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βουνί ουδέτερο

  • το βουνό (δείτε αυτή τη λέξη)