βουνίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βουνίτης | οι | βουνίτες |
γενική | του | βουνίτη | των | βουνιτών |
αιτιατική | τον | βουνίτη | τους | βουνίτες |
κλητική | βουνίτη | βουνίτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βουνίτης < βουνό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βουνίτης αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βουνίτης
|