βουνόχεντρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βουνόχεντρα < → δείτε τις λέξεις βουνό και όχεντρα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βουνόχεντρα θηλυκό
- (φίδι) κοινή ονομασία του φιδιού οθωμανική οχιά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βουνόχεντρα
|