βουρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βουρ < (άμεσο δάνειο) τουρκική vur (χτύπα)
Επιφώνημα[επεξεργασία]
βουρ
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- βουρ στον πατσά!: όρμα τώρα που είναι ευκαιρία!
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- βουριστός (κυπριακά)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βουρ
|