βουργιάλι
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σε:
πλοήγηση
,
αναζήτηση
Ελληνικά (el)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
βουργιάλι
ουδέτερο
μικρό κρητικό
σακίδιο
χειροτεχνημένο στον
αργαλειό
που μεταφέρεται στην πλάτη
Συγγενικές λέξεις
[
επεξεργασία
]
βούργια
Κατηγορίες
:
Ουσιαστικά (ελληνικά)
Ελληνική γλώσσα
Κρητική διάλεκτος
Κρυμμένη κατηγορία:
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Παραλλαγές
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πύλες
Τυχαία σελίδα
συνεισφορά
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Πρόσφατες αλλαγές
Νέες σελίδες
βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δημιουργία
Δωρεές
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Έκδοση εκτύπωσης
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Άλλες γλώσσες