βουργράβος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βουργράβος οι βουργράβοι
      γενική του βουργράβου των βουργράβων
    αιτιατική τον βουργράβο τους βουργράβους
     κλητική βουργράβε βουργράβοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βουργράβος < (άμεσο δάνειο) γερμανική Burggraf (Βurg: κάστρο ή οχυρωμένη πόλη + Graf: κόμης) με προσαρμογή στο κλιτικό σύστημα της ελληνικής γλώσσας· κυριολεκτικά: ο κόμης του φρουρίου[1] (ίσως μέσω της γαλλικής burgrave) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βουργράβος αρσενικό

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Ανδρέας Δαλέζιος, Λεξικόν γερμανοελληνικόν (Αθήνα, περ. 1905), σ. 169.
  2. Επίτομον εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν (1935). Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, σελ. 653.