βουρδωνάριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | βουρδωνάριος | οἱ | βουρδωνάριοι |
γενική | τοῦ | βουρδωναρίου | τῶν | βουρδωναρίων |
δοτική | τῷ | βουρδωναρίῳ | τοῖς | βουρδωναρίοις |
αιτιατική | τὸν | βουρδωνάριον | τοὺς | βουρδωναρίους |
κλητική ὦ! | βουρδωνάριε | βουρδωνάριοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βουρδωναρίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βουρδωναρίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βουρδωνάριος < βουρδών + -άριος
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ μεσαιωνικά ελληνικά: βουρδωνάρης (αγωγιάτης)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βουρδωνάριος αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή)) σταβλάρχης
- ※ Τῶν νῦν καλουμένων σταβλίτων ἢ βουρδωναρίων, τῶν τοὺς οὐρῆας κομούντων. (Σχόλια στις Θεσμοφοριάζουσες του Αριστοφάνη, 491, 1)
- ※ 6ος αιώνας - Κύριλλος ὁ Σκυθοπολίτης, Βίος τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Σάβα, 92, 12-16
- Γέγονεν μέντοι καὶ ἐπὶ ἱκανὸν χρόνον βουρδωνάριος, καὶ ἄλλας δὲ διαφόρους διακονίας ἐγχειρισθεὶς ἀνεπιλήπτως καὶ ἀκαταγνώστως διετέλεσεν, ὥστε θαυμάζειν τοὺς τοῦ κοινοβίου πατέρας τὴν τοσαύτην ἐν νεαζούσηι ἡλικίαι ἀρετήν τε καὶ ἐπιτηδειότητα.
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- βουρδωνάριος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άριος (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)