βουτυρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βουτυρώνω < βούτυρο + -ώνω < (ελληνιστική κοινή) βούτυρον / βούτυρος < βοῦς + τυρός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vu.tiˈɾo.no/

Ρήμα[επεξεργασία]

βουτυρώνω (παθητική φωνή: βουτυρώνομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]