βουτώ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βουτώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βουτῶ → και δείτε τη λέξη βουτάω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /vuˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βου‐τώ
Ρήμα
[επεξεργασία]βουτώ
- λιγότερο συνηθισμένη μορφή του βουτάω