βούδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βούδι | τα | βούδια |
γενική | του | βουδιού | των | βουδιών |
αιτιατική | το | βούδι | τα | βούδια |
κλητική | βούδι | βούδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βούδι < βόδι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βούδι ουδέτερο, πληθυντικός βούδια
- το βόδι
- (μεταφορικά): ο αγενής, ο ανόητος, ο βλάκας
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βούδι
|