βούθουλας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βούθουλας < αρχαία ελληνική βόθυνος[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈvu.θu.las/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βού‐θου‐λας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βούθουλας αρσενικό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- Βούθουλας (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .