βούκερος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βούκερος | οι | βούκεροι |
γενική | του | βουκέρου & βούκερου |
των | βουκέρων & βούκερων |
αιτιατική | τον | βούκερο | τους | βουκέρους & βούκερους |
κλητική | βούκερε | βούκεροι | ||
όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈvu.κɛ.ɾɔs/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βούκερος αρσενικό
- (ζωολογία) πτηνό της οικογένειας των Βουκερόμορφων (Bucerotidae), τα οποία έχουν χαρακτηριστικά μεγάλο ράμφος και ζουν συνήθως σε τροπικά και υποτροπικά κλίματα
- (βοτανική) φυτό αρωματικό (Trigonella foenum-graecum), που ευδοκιμεί στη Μέση Ανατολή, στην Ινδία, στην Κίνα κ.ά., και μπαχαρικό που παρασκευάζεται από τους σπόρους του
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πτηνό