βούλευμα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βούλευμα < αρχαία ελληνική βούλευμα < βουλεύω < βουλή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βούλευμα ουδέτερο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- προβούλευμα
- → δείτε τις λέξεις βουλεύομαι και βουλή