βούληση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βούληση οι βουλήσεις
      γενική της βούλησης* των βουλήσεων
    αιτιατική τη βούληση τις βουλήσεις
     κλητική βούληση βουλήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, βουλήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βούληση < βούλησις < αρχαία ελληνική βούλησις < βούλομαι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈvu.li.si/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βούληση θηλυκό

  1. η επιθυμία προς επιδίωξη κάποιου σκοπού
    η ελεύθερη βούληση
    η λαϊκή βούληση

Σημειώσεις[επεξεργασία]

στην νέα ελληνική γλώσσα λέγεται θέληση, δηλαδή επιθυμία που δυνητικά οδηγεί σε δράση

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]