βούλωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βούλωμα τα βουλώματα
      γενική του βουλώματος των βουλωμάτων
    αιτιατική το βούλωμα τα βουλώματα
     κλητική βούλωμα βουλώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βούλωμα < βουλώνω + -ωμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βούλωμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βουλώνω
  2. οτιδήποτε χρησιμοποιείται για να βουλώσει κάποιος κάτι

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη βουλώνω

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]