βούτυρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βούτυρο | τα | βούτυρα |
γενική | του | βούτυρου & βουτύρου |
των | βούτυρων & βουτύρων |
αιτιατική | το | βούτυρο | τα | βούτυρα |
κλητική | βούτυρο | βούτυρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βούτυρο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βούτυρον / βούτυρος < βοῦς + τυρός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈvu.ti.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βού‐τυ‐ρο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βούτυρο ουδέτερο
- (τρόφιμο) λιπαρό τρόφιμο με υπόλευκο ή κίτρινο χρώμα που γίνεται από το γάλα ή ορισμένα φυτά κι έχει μαγειρική ζαχαροπλαστική χρήση
- ↪ καραμέλες βουτύρου
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- φυτικό βούτυρο : ελαιώδης ουσία που γίνεται από ορισμένα φυτά
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
βούτυρο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βούτυρο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τρόφιμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)