βούτυρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Βούτυρο

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βούτυρο τα βούτυρα
      γενική του βούτυρου
βουτύρου
των βούτυρων
βουτύρων
    αιτιατική το βούτυρο τα βούτυρα
     κλητική βούτυρο βούτυρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Ιδιωματικός πληθυντικός, βουτύρατα.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μια πλάκα από βούτυρο.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βούτυρο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βούτυρον[1] / βούτυρος < βοῦς + τυρός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈvu.ti.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βού‐τυ‐ρο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βούτυρο ουδέτερο

  • (τρόφιμο) λιπαρό τρόφιμο με υπόλευκο ή κίτρινο χρώμα που γίνεται από το γάλα ή ορισμένα φυτά κι έχει μαγειρική ζαχαροπλαστική χρήση
    καραμέλες βουτύρου

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

  • φυτικό βούτυρο : ελαιώδης ουσία που γίνεται από ορισμένα φυτά

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • σε διαλέκτους και ιδιώματα:
    • βούτυρο - Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»
    • βουτύρατα (ιδιωματικός πληθυντικός)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]