βοῦς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυικός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | βοῦς | βόε | βόες |
Γενική | βοός | βοοῖν | βοῶν |
Δοτική | βοΐ | βοοῖν | βουσί(ν) |
Αιτιατική | βοῦν | βόε | βοῦς |
Κλητική | βοῦ | βόε | βόες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βοῦς < βώυς < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷōus
- → δείτε τη λέξη (λατινικά) bos (la), (σανσκριτικά) gâus, (αγγλικά) cow (en), (γερμανικά) Kuh (de), (γαλλικά) bœuf (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βοῦς αρσενικό
- (ζωολογία) το βόδι, η αγελάδα
- ἁρπάζοντε βόας καὶ ἴφια μῆλα - αρπάζοντας βόδια και παχιά αρνιά (Ιλιάδα Ε 556)
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Αιτ εν.: βοῦν, βῶν (πχ Ιλιάδα Η 238), βόα
- Ονομ.πληθ: σπάνιος συνηρημένος τύπος βοῦς
- Γεν. πληθ.: βῶν, βουῶν
- Δοτ.πλ.: βουσί, βόεσσι, βοσί, βούεσσι
- Αιτ. πλ.: βόας (ομηρικό και μεταγενέστερο), βοῦς
[επεξεργασία]
- Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883