βράση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βράση οι βράσεις
      γενική της βράσης* των βράσεων
    αιτιατική τη βράση τις βράσεις
     κλητική βράση βράσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, βράσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βράση < (ελληνιστική κοινήβράσις < βράζω < αρχαία ελληνική βράσσω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βράση θηλυκό

  1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βράζω
  2. (μεταφορικά) ζωντάνια

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • στη βράση κολλάει το σίδερο: όλα πρέπει να γίνονται στην ώρα τους, την κατάλληλη στιγμή

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]