βρέβιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βρέβιο | τα | βρέβια |
γενική | του | βρέβιου & βρεβίου |
των | βρέβιων & βρεβίων |
αιτιατική | το | βρέβιο | τα | βρέβια |
κλητική | βρέβιο | βρέβια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βρέβιο < ελληνιστική κοινή βρέβιον < λατινική brevis
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βρέβιο ουδέτερο
- επίσημο έγγραφο ή κώδικας μονής ή ναού που αναγράφει ονόματα (κτιτόρων, αφιερωτών, δωρητών κ.λπ.), προκειμένου να μνημονεύονται κατά την προσκομιδή ή σε άλλες περιπτώσεις
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βρέβιο