βρέξει χιονίσει
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈvɾe.ksi çoˈni.si/
Επίρρημα
[επεξεργασία]βρέξει χιονίσει
- (προφορικό, απρόσωπο ρήμα) που εξασφαλίζεται ό,τι και να συμβεί, σε οποιεσδήποτε συνθήκες
Θα έρθω βρέξει χιονίσει.
- ≈ συνώνυμα: βροχή ξεβροχή, εξάπαντος, οπωσδήποτε, ό,τι και να γίνει, παντοιοτρόπως
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Παραβάλετε την αγγλική έκφραση rain or shine ((είτε με) βροχή, (είτε με) ηλιοφάνεια)
Πηγές
[επεξεργασία]- βρέχω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)