βρέχει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βρέχει: ρηματικός τύπος στο τρίτο ενικό πρόσωπο και σε απρόσωπη χρήση του ρήματος βρέχω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈvɾe.çi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρέ‐χει
Ρήμα[επεξεργασία]
βρέχει, πρτ.: έβρεχε, στ.μέλλ.: θα βρέξει, αόρ.: έβρεξε (απρόσωπο ρήμα) στο τρίτο πρόσωπο ενικού (χωρίς παθητική φωνή)
- για τη βροχόπτωση, το φυσικό φαινόμενο της βροχής, ρίχνει βροχή, πέφτει βροχή
- ↪ θα βρέξει απόψε
- (μεταφορικά) για κάτι που πέφτει ή που έρχεται σε μεγάλη ποσότητα (σαν βροχή)
- ↪ βρέχει λεφτά
- ↪ «βρέχει φωτιά στη στράτα μου...» (στίχος τραγουδιού)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη βρέχω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
βρέχει